Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

ΑΝΤΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ (Για τον παιδικό μας φίλο Δημητρό Φιλίππου)



ΑΝΤΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ
(Για τον παιδικό μας φίλο Δημητρό)
Αρχηγέ μου, Δημητρό
    
      Εμείς οι παιδικοί σου φίλοι, αλλά και όλο το χωριό με βαριά καρδιά και μεγάλη θλίψη σε αποχαιρετήσαμε. Εμείς η παιδική σου ομάδα που σκορπίσαμε σε Αυστραλία και Καναδά και πολλοί λίγοι μείναμε εδώ, ορφανέψαμε, έμεινε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή μας. Αυτή τη δύσκολη στιγμή έλειπε σχεδόν όλη η ομάδα μου, έλειπε ο Σωτηρός, είναι στην Αυστραλία, έλειπαν ο Πισηρής, ο Πάπας, ο υπασπιστής σου, ο Λάζος, ο Τάλης, ο Μισκέτης , ο Βασιλάκης, ο Θανασάκης, έλειπε η Βούλα, η Σωτηρία, η Λευτερία, η Φούλα, η Φιλίτσα, η Δέσπω, η Δάφνη… Τι τραγικό!!.Πόσοι πολλοί ήμασταν στην γειτονιά μας και πόσοι λίγοι μείναμε!!. Τρεις και ο κούκος. Παρόλα  αυτά όμως, ήμασταν πολύ τυχεροί που είχαμε  εσένα στη γειτονιά μος!
      Εσύ, αρχηγέ, μου δίδαξες τα παιχνίδια , το ποδόσφαιρο, τις μπίλιες (γκαζόζες), τα κότσια, τις σβούρες. Εσύ και ο Αντώνης μας φτιάχνατε χαρταετούς, μας φτιάχνατε,  μας διδάξατε, να φτιάχνουμε τόξα, να φτιάχνουμε ακόντιο, να φτιάχνουμε τα τρέγκαλα (σφεντόνες), να φτιάχνουμε το σάλτι για να κερδίζουμε στα κότσια, για να μην φέρνουμε με το κότσι μου ‘ζούπκα’ αλλά να φέρνουμε ’σέπτε’. Εσύ μου τις κέρδισες όλες τις μπίλιες, όλες τις σβούρες, όλα τα κότσια… Στο τέλος μας επέστρεφες λίγες ή μου τις πουλούσες, για να ΄χουμε και να ξαναπαίξουμε. Ήσουν δύσκολος στα γράμματα, στο σχολείο,  όμως ήσουν τετραπέρατος και πανέξυπνος, όλος ζωντάνια, όλος χαρά, όλος τραγούδι.
      Ένα σφύριγμα στη γειτονιά έφτανε για να βγούμε όλοι βιαστικοί, τρεχάτοι, γδουπώντας με τις λαστιχένιες μπότες, τσαλαβουτώντας σε λάσπες και σκοντάφτοντας πού και πού από τη  βιασύνη μου, κρατώντας ενίοτε  και ένα κομμάτι ψωμί, αφήνοντας βιβλία τετράδια, μολύβια, και σβηστήρια… Τρέχαμε χαρούμενοι να ‘ρθουμε κοντά σου, να συγκεντρωθούμε για να παίξουμε!!. Εμείς οι «ματζήρηδες» με αρχηγό εσένα, ήμασταν η πιο πολυπληθείς γειτονιά του χωριού. Μόνο στη δική μας γειτονιά αγόρια και κορίτσια παίζαμε μαζί. Παίζαμε κρυφτό, παίζαμε κυνηγητό παίζαμε «σκλαβάκια», παίζαμε «σούκουτούκ» παίζαμε «Τούρκοι και Έλληνες», παίζαμε «νύφη και γαμπρός», παίζαμε τσιλίκι…  παίζαμε… παίζαμε…
Και όταν μετά από δυνατή βροχή , μετά από καταιγίδα , πλημμύριζε ο Ντόλης και κατέβαζε με τα ορμητικά νερά του σφαίρες από το βουνό, από την Κούλα, μετά την νεροποντή ψάχναμε μέσα στην νεοφερμένη άμμο για σφαίρες… Εσύ μου είχες μάθει, διδάξει πώς να βγάζουμε το κουρσούμι και το μπαρούτι από τις σφαίρες, και πώς μετά να ανατινάζουμε και να εκσφενδονίζουμε τα κονσερβοκούτια προς τον ουρανό, εκεί στο αλώνι, δίπλα στο Ντόλι. Με σένα αρχηγό πηγαίναμε να κλέψουμε , να κλέψουμε, να κλέψουμε κόμπουλα , από την κομπουλιά την πρώιμη του Μαντραλή, να κλέψουμε αχλάδια, από το φυτώριο του Γκίτση, να κλέψουμε μήλα. Με σένα  μπροστά πηγαίναμε στα «Γκράτσκι λιβάδια» για να κλέψουμε καρπούζια και πεπόνια, πηγαίναμε να μάσουμε γλυκόχορτα (κουζίτσκες) να μάσουμε τσαρατσίτσοκ (νάρκισσο) . Όλοι μας είχαμε κρεμασμένο, δεμένο με μια αλυσίδα, έναν σουγιά, κρεμασμένο στις τιράντες, «σέπρινκες», καθώς και ένα τρέγκαλο κρεμασμένο στο λαιμό μας και στην τσέπη μέσα λίγες πέτρες για βολίδα, μικρές, στρόγγυλες και πηγαίναμε για κυνήγι, για σαριάσμες και μαυροπούλια(τσα΄ρνες κοκόσκες).
    Αρχηγέ μου, εσύ μου δίδαξες πώς τα γράμματα τα σχολικά καταστρέφουν την ομορφιά της παιδικής μας ηλικίας. Εσύ που ήσουν δύσκολος στα γράμματα και πρώτος στην Ωδική, μας δίδαξες τους νόμους της φύσης, τους νόμους της επιβίωσης, τους νόμους της ελευθερίας. Εσύ μας δίδαξες να λέμε όχι στους δασκάλους μας, όχι στους γονείς μας με τον τρόπο της ζωής σου.  Οι γονείς μας δεν μας άφηναν να παίζουμε μαζί σου, γιατί λέγαν «τα γράμματα τα φορτώναμε στον κόκορα» και χανόμασταν όλο το απόγευμα, ή όλη την ημέρα το καλοκαίρι και τις γιορτές, καθώς χανόμασταν στο βαθύσκιωτο κάτω στο ποτάμι για ψάρεμα ή στα Λιβαδάκια για ποδόσφαιρο.
      Εσύ και η μητέρα σου, η Βάγια,  μας μάθατε να τραγουδάμε, να τραγουδάμε τραγούδια, όχι σχολικά, αλλά τραγούδια παραδοσιακά, τραγούδια  τόσο όμορφα… τραγούδια που δεν μας μάθαιναν στο σχολείο και ας ήταν τόσο όμορφα…, πόσο μου άρεσαν!!!:
«Σαν πας Ριρή μου για νερό
κι εγώ στη βρύση καρτερώ,
να σου τσακίσω το σταμνί,
να πας στη μάνα σου αδειανή» 
    Αρχηγέ μου Δημητρό, πάντα θα σε΄χουμε στην καρδιά μας και στο μυαλό μας. Πάντα η σκέψη μας θα’ναι στην γειτονιά μας το Τζαμί, πάντα θα βλέπουμε το καμαρωτό περπάτημά σου και πάντα θα ακούμε το τραγούδι σου… όπου και αν είμαστε Καναδά ή Αυστραλία, πάντα με νοσταλγία θα θυμόμαστε εσένα, θα θυμόμαστε την γειτονιά μας το Τζαμί, πάντα θα σφυρίζει στα αυτιά μας το σφύριγμά σου: Φσίου…ου…ου… Πάμε για κέντρες…
Εμείς οι Τζαμήδες
εμείς οι ματζήρηδες
εμείς οι χωριανοί σου.
Κ.Δ. Ιωάννου